- ερωτολογία
- η1) см. ερωτοκουβέντα; 2) эротология
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ερωτολογία — η 1. ομιλία, συζήτηση γύρω από τον έρωτα 2. μελέτη, πραγματεία για τον έρωτα 3. το συγγραφικό έργο που ασχολείται υπερβολικά με ερωτικά ζητήματα («όλη σχεδόν η δραματοποιία τών ρομαντικών είναι μικρολόγος ερωτολογία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος +… … Dictionary of Greek
σαλιάρισμα — το, ατος 1. μωρολογία: Άφησε τα σαλιαρίσματα. 2. ερωτολογία, έκφραση ερωτικών συναισθημάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)